πισωκάπουλα

πισωκάπουλα
και πισοκάπουλα Ν
επίρρ.
1. (για θέση ιππέα) πίσω, στα καπούλια τού υποζυγίου
2. μτφ. με τα νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + καπούλι + επιρρμ. κατάλ. -α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πισωκάπουλα — επίρρ. τοπ., στα καπούλια του ζώου: Ο καβαλάρης άρπαξε το παιδί, το κάθισε πισωκάπουλα κι έφυγε καλπάζοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πισοκάπουλα — Ν επίρρ. (δ. γρφ.) βλ. πισωκάπουλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”